- δαχτυλικός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στα δάχτυλα: Στις ταυτότητες υπάρχει πάντα το δαχτυλικό αποτύπωμα του κατόχου.2. (μετρική), αυτός που αποτελείται από δακτύλους: Tα ομηρικά έπη είναι γραμμένα στο δαχτυλικό εξάμετρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.