δαχτυλικός

δαχτυλικός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στα δάχτυλα: Στις ταυτότητες υπάρχει πάντα το δαχτυλικό αποτύπωμα του κατόχου.
2. (μετρική), αυτός που αποτελείται από δακτύλους: Tα ομηρικά έπη είναι γραμμένα στο δαχτυλικό εξάμετρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δακτυλικός — και δαχτυλικός, ή, ό (AM δακτυλικός, ή, όν) [δάκτυλος] 1. αυτός που ανήκει στα δάχτυλα ή έχει σχέση μ αυτά (α. «δακτυλικά αποτυπώματα» β. «αὐλούς... δακτυλικούς» αυλούς που παίζονται με τα δάχτυλα) 2. (στο μέτρο) στίχος που αποτελείται από έξι… …   Dictionary of Greek

  • δακτυλικός — ή, ό βλ. δαχτυλικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξάμετρος — η, ο 1. (για στίχους), που αποτελείται από έξι μέτρα, δηλ. μετρικά πόδια, και μάλιστα δαχτύλους. 2. (για ποιητικά έργα), που αποτελείται από εξάμετρους στίχους. 3. το αρσ. και το ουδ. ως ουσ., εξάμετρος, ο και εξάμετρο, το στίχος εξάμετρος και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”